- φρατριατικός
- -ή, -όν, Α1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην φράτρα*2. φρ. «φρατριατικός νόμος» — νόμος που θεσπιζόταν από την φράτρα* (Δίων Κασσ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < φράτρα / φρατρία + κατάλ. -ια-τικός(βλ. λ. -ικός)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φρατριακός — ή, όν, Α [φράτρα / φρατρία] φρατριατικός* … Dictionary of Greek
φρατριαστικός — ή, όν, Μ [φρατριαστής] φρατριατικός* … Dictionary of Greek
φρατρικός — ή, όν, Α [φράτρα / φρατρία] φρατριατικός* … Dictionary of Greek